• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
in a word adv (succinctly) (απαιτείται μία λέξη)με μία λέξη φρ ως επίρ
  (σύντομη περιγραφή)σε γενικές γραμμές φρ ως επίρ
  (σύντομη περιγραφή)συνοπτικά επίρ
 "How was your day?" "In a word, awful!"
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
get a word in v expr informal (have the chance to speak) (μεταφορικά)αρθρώνω λέξη ρ έκφρ
 She was talking so much that I couldn't get a word in!
 Μιλούσε τόσο πολύ που δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη.
put in a good word for [sth/sb] vtr informal (say [sth] in support of)λέω μια καλή κουβέντα για κπ/κτ, λέω έναν καλό λόγο για κπ/κτ έκφρ
 Dad's angry at my big sister; Grandpa's going to put in a good word for her.
 You're applying for a job at that firm? I know the boss; I'll put in a good word for you.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'in a word' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση in a word στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «in a word».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!